- φοινικόροδος
- φοινῑκό-ροδος, ον,A red with roses,
λειμῶνες Pi.Fr.129.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λειμῶνες Pi.Fr.129.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικόροδος — ον, Α κόκκινος από τα πολλά κόκκινα τριαντάφυλλα που έχει («φοινικορόδοις ἐν λειμώνεσσι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + ροδος (< ῥόδον)] … Dictionary of Greek
φοινικορόδοις — φοινικόροδος red with roses masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)